- οἴοθεν
- οἴο-θεν, Adv.A from one only, i. e. by oneself, alone,
οἰ. οἶος Il.7.39
,226 ; without οἶος, Arat.55, A.R.1.270, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἰ. οἶος Il.7.39
,226 ; without οἶος, Arat.55, A.R.1.270, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Οἰόθεν — from Oeum indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰόθεν — from Oeum indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιόθεν — (I) οἰόθεν (Α) 1. επίρρ. από ένα μόνο μέρος, δηλ. μόνος, κατά μόνας, με τον εαυτό του 2. φρ. «οἰόθεν οἶος» ολομόναχος, κατάμονος (Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. –θεν (πρβλ. άλλο θεν)]. (II) οἰόθεν (Α) επίρρ. από τον… … Dictionary of Greek